- Τρωοφθόρα
- Τρωοφθόροςdestructive to the Trojansneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρωοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τους Τρώες («τρωοφθόρα δούρατ Ἀχαιῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς, Τρωός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. Γιγαντο φθόρος] … Dictionary of Greek